Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σε ένα σπίτι κρατώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι να γίνεται παρανάλωμα…
Οι δάσκαλοι και τα κορίτσια μας είδαν Τούρκους που φορούσαν κανονικές στολές στρατιωτών και, σε πολλές περιπτώσεις, στολές αξιωματικών, να κρατούν μακριά ξύλα με κουρέλια στην άκρη τους, τα οποία είχαν βουτήξει σε έναν τενεκέ με κάποιοι υγρό. Τα έφερναν μέσα στα σπίτια που αμέσως μετά έπιαναν φωτιά…
Στο βάθος του δρόμου είδα μια ομάδα στρατιωτών να ξεφορτώνει κάτι που έμοιαζε να είναι μεγάλα βαρέλια με πετρέλαιο. Κρίνοντας από το χρώμα και το σχήμα τους, ήταν ολόιδια με τα βαρέλια της Εταιρείας Πετρελαίων της Σμύρνης. Ένιωσα ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά και συνειδητοποίησα τον σκοπό όλων αυτών των προετοιμασιών…
Νιώσαμε σταγόνες να μας πιτσιλίζουν. Στρατιώτες από τον δρόμο έριχναν στους τοίχους ένα υγρό με κουβάδες. Μόλις μύρισα αυτό το υγρό πάνω στα βρεγμένα μου ρούχα, κατάλαβα ότι ήταν πετρέλαιο…
Αμερικανοί πεζοναύτες που στάλθηκαν στην αρμένικη συνοικία ανέφεραν ότι είδαν Τούρκους στρατιώτες να πετούν μέσα στα αρμένικα σπίτια κουρέλια μουσκεμένα με πετρέλαιο…
Στη διαδρομή είδαμε άδεια βαρέλια πετρελαίου και βενζίνης σκορπισμένα εδώ κι εκεί και υγρό να τρέχει στους δρόμους…
Ένα τεράστιο σύννεφο καπνού απλωνόταν μπροστά μου. Η πυρκαγιά εξαπλώνεται από δύο πλευρές. Αυτές είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και είναι ολοφάνερο ότι η φωτιά άναψε ταυτόχρονα σε δύο σημεία…
Κατά τις 12.00 φάνηκαν οι πρώτες φωτιές. Μια, δυο τρεις, όλες στην αρμένικη συνοικία. Να γιατί την ξεκαθάρισαν πρώτη. Ήθελαν, όταν θα έφτανε η ύστατη ώρα, να’ χουν να κάνουν μονάχα με άδεια και άψυχα σπίτια.
Κάποιοι πετούσαν εμπρηστικές βόμβες και έριχναν πετρέλαιο. Οι φλόγες κατέληξαν στις αποβάθρες, που ήταν κατάμεστες από φτωχούς ανθρώπους που περίμεναν τη σειρά τους για να σωθούν…
Η καταστροφή της «Σμύρνης των απίστων» ήταν μια πολιτική απόφαση. Ποιας όμως πλευράς; Η επίσημη τουρκική ιστορία συνεχίζει να αρνείται κάθε πιθανότητα δικής της εμπλοκής, και η πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοκληρωτικά την πόλη υπήρξε για δεκαετίες πεδίο, επιστημονικών και μη, αντεγκλήσεων. Δεν μελετάται πάντα με νηφαλιότητα από Έλληνες και Τούρκους ιστορικούς, αλλά ούτε και από ανεξάρτητους, δυτικούς ιστορικούς. Όμως, σχεδόν όλες οι μαρτυρίες που διασώθηκαν από αυτόπτες μάρτυρες αλλά και η πλειονότητα από μακρόχρονες έρευνες ανεξάρτητων μεταξύ τους πηγών, συγκλίνουν: Η φωτιά ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία, εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα σημεία, ήταν προσεκτικά οργανωμένη και, τέλος, οι μοναδικοί αίτιοι για το παρανάλωμα που εξαφάνισε τη Σμύρνη ήταν τα κεμαλικά στρατεύματα, με την υποβοήθηση μιας μερίδας πολιτών. Ο ελληνικός στρατός που δήωσε και πυρπόλησε την ύπαιθρο της ενδοχώρας κατά την οπισθοχώρησή του δεν ήταν πλέον παρών στη Σμύρνη, ενώ ο άμαχος χριστιανικός πληθυσμός ήταν ήδη τόσο τρομοκρατημένος και αποδεκατισμένος από τις βιαιοπραγίες, που, καθώς δεν μπορούσε πια ούτε να ξεμυτίσει από την παραλιακή ζώνη και τις κρυψώνες του, δεν διέθετε το σθένος και τις δυνάμεις να οργανώσει έναν τέτοιο εμπρησμό. Και βέβαια, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε ότι ξεριζωνόταν οριστικά. Πίστευε, αφελώς, ότι με κάποιον τρόπο θα συνέχιζε να ζει στη Σμύρνη και να συνυπάρχει με τον τουρκικό πληθυσμό, όπως συνέβαινε για αιώνες. Ποιος θα κατέστρεφε ολοκληρωτικά τις περιουσίες, τις «εστίες» και το μέλλον του, προστατεύοντας μόνο την τουρκική και την εβραϊκή συνοικία; Αντίθετα, με την πυρπόληση της Σμύρνης και τα επακόλουθά της, ο κεμαλισμός έλυσε οριστικά το πρόβλημα της ελληνορθόδοξης παρουσίας στα παράλια του Αιγαίου. Οι συνθήκες ζωής του καταστράφηκαν και οι Ρωμιοί δεν θα μπορούσαν πλέον να επανέλθουν. Η ασφάλεια του νεαρού εθνικού κράτους που οραματιζόταν ο Κεμάλ με τον τρόπο αυτόν αυξήθηκε σημαντικά.
Ο άνεμος, που από τα ξημερώματα είχε αλλάξει φορά και φυσούσε πλέον δυνατά προς τα βορειοδυτικά, υποβοήθησε τη γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς προς την ελληνική και τις ευρωπαϊκές συνοικίες, προστατεύοντας μόνο την τουρκική πλευρά της πόλης, που ήταν σκαρφαλωμένη στις βραχώδεις πλαγιές του όρους Πάγος. Ακολούθησε μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή. Οι τουρκικές αρχές δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ παρεμποδιζόταν συστηματικά το έργο της πυροσβεστικής, μιας μεικτής ομάδας Ελλήνων και Τούρκων, που χρηματοδοτούνταν εν μέρει από τις ασφαλιστικές εταιρείες του Λονδίνου. Διασωθέντες πρόσφυγες περιγράφουν ότι και να ήθελαν τα συνεργεία να πλησιάσουν την καιόμενη περιοχή, υπήρχαν γειτονιές που αυτό ήταν αδύνατο, καθώς τα εσωτερικά σοκάκια είχαν γεμίζει σε τέτοιο βαθμό με πτώματα, που ήταν αδύνατο να τα διασχίσει κάποιος.
Ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται ότι είχε πλέον φτάσει το ασύλληπτο νούμερο των 700.000 και, μόλις ξέσπασε η πυρκαγιά, όλοι αυτοί οι άνθρωποι διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο. Μόνη τους ελπίδα η παραλιακή ζώνη, η θάλασσα και ο στόλος των ξένων δυνάμεων. Εκκλησίες, νοσοκομεία, κολέγια και προξενεία των ξένων κοινοτήτων, κτίρια γύρω ή μέσα στα οποία είχαν ζητήσει άσυλο οι πρόσφυγες, εκκενώνονται εσπευσμένα και τα τρομοκρατημένα πλήθη, μέσα από τα πυρά των Τούρκων και τους σωρούς των πτωμάτων, προσπαθούν να φτάσουν στην παραλία της πόλης και να προστεθούν στις χιλιάδες των προσφύγων που ήταν είδαν εκεί. Η Αμερικανίδα Άννα Μπιρτζ τα κατάφερε: Τότε μας άνοιξαν δρόμο… και εμείς περάσαμε και βρεθήκαμε σε ασφαλές σημείο. Ανάμεσα στα πολλά νεκρά κορμιά είδαμε άνδρες, γυναίκες και παιδιά που είχαν πυροβοληθεί, σώματα κοκαλωμένα σε φρικτά παραμορφωμένες στάσεις, με εκφράσεις που μαρτυρούσαν ασύλληπτο πόνο.. Οι τελευταίοι υπήκοοι των ξένων δυνάμεων απομακρύνονται με κάθε μέσο και τρόπο, με τη βοήθεια συμμαχικών στρατευμάτων. Το εξέχον μέλος της Λεβαντίνικης κοινότητας Φερνάντ ντε Κράιμερ προσπαθεί να προσεγγίσει την παραλία: Φανταστείτε ένα πλήθος τόσο πυκνό που δεν μπορούσες καλά καλά να αγγίξεις το έδαφος με τα πόδια σου και στριφογύριζες στον αέρα σαν άνεμος σε ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα σε ουρλιαχτά και χτυπήματα οι άνθρωποι έπεφταν στη θάλασσα και ο καπνός ήταν τόσο καυτός που, στο λόγο μου, νόμιζα ότι τα σωθικά μου είχαν πιάσει φωτιά [Μίλτον: 2008, σ. 351-3]. Ανάμεσα στους ξένους υπηκόους καταφέρνουν πού και πού να διαφύγουν και μερικοί Έλληνες και Αρμένιοι, μορφωμένοι και ξενόγλωσσοι στην πλειοψηφία τους.
Η φωτιά καταπίνει το ένα εμβληματικό κτίριο της πόλης πίσω από το άλλο και τρέχει προς την προκυμαία, όπου έχουν παγιδευτεί εκατοντάδες χιλιάδες πανικόβλητοι άνθρωποι. Τα ουρλιαχτά του αλλόφρονος πλήθους στην προκυμαία ακούγονταν σε απόσταση χιλιομέτρων, καθώς συνωστίζονταν ανάμεσα στην καιόμενη πόλη και τα βαθιά νερά του κόλπου. Ο Αμερικανός πρόξενος G. Horton είναι από τους τελευταίους που εγκαταλείπουν την πόλη και αντικρίζει το απάνθρωπο θέαμα: Η τελευταία εικόνα από τη δύσμοιρη πόλη στο φως της ημέρας χαράχτηκε στη μνήμη μου: τεράστια σύννεφα που ολοένα μεγάλωναν και ανέβαιναν στον ουρανό, μια στενή παραλία σκεπασμένη από ένα τεράστιο ανθρώπινο πλήθος με τη φωτιά στην πλάτη και τη θάλασσα μπροστά του, και, αγκυροβολημένος σε μικρή απόσταση, ένας ισχυρός στόλος από διασυμμαχικά πολεμικά πλοία να παρακολουθεί αμέτοχος [Horton: 2007, σ. 150]. Ο Ο. Ρέιμπερ συμπληρώνει: Μπορούσες να διαλέξεις ανάμεσα σε τρεις τρόπους θανάτου: τη φωτιά που μαινόταν πίσω σου, τους Τούρκους που περίμεναν στα σοκάκια και τη θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά σου… Στη σύγχρονη ιστορία, ίσως τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου στη Σμύρνη… Και ένας Γάλλος πολίτης: Προς τα μεσάνυχτα η φωτιά έφτασε στις αποβάθρες. Οι κραυγές του πλήθους έγιναν φοβερές. Έβλεπε κανείς φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα να ρίχνονται στη θάλασσα. Ένα ένα τα σπίτια κατέρρεαν. Οι Τούρκοι κατάβρεχαν με πετρέλαιο τα σπίτια που απέμεναν, και έριχναν εμπρηστικές βόμβες, για να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές. Ήταν ένα θέμα που θύμιζε την Κόλαση [R. Puaux, «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης»].
Ο δημοσιογράφος Τζορτζ Γουόρντ Πράις, που την προηγουμένη είχε πετύχει τη συνέντευξη με τον Κεμάλ, θυμάται ότι πάνω στο πλοίο «Άιρον Ντιουκ» οι αξιωματικοί ήταν ντυμένοι για το δείπνο με τις ολόλευκες στολές επιθεώρησης, παρά τις σκηνές κόλασης που εκτυλίσσονταν στη στεριά. Όταν τα ουρλιαχτά από τη μακρινή προκυμαία έγιναν πολύ δυνατά για να τα αγνοήσει κανείς, ο πλοίαρχος διέταξε την ορχήστρα του πλοίου να παίξει. Τα άλλα πλοία ακολούθησαν, και οι διαπεραστικές κραυγές πολύ σύντομα σκεπάστηκαν από ένα ποτ πουρί αλέγρων θαλασσινών σκοπών.Μόλις τελείωσε το δείπνο στο «Άιρον Ντιουκ», οι αξιωματικοί ανέβηκαν στη γέφυρα του πλοίου για να κοιτάξουν τις σκηνές με τα κιάλια τους. Ένας από αυτούς, ο ταγματάρχης Άρθρουρ Μάξγουελ, είδε Τούρκους στρατιώτες να χύνουν κουβάδες με κάποιο υγρό πάνω στους πρόσφυγες. Φαντάστηκε ότι προσπαθούσαν να σβήσουν τις φλόγες, ως τη στιγμή που είδε ένα πέπλο φωτιάς να φουντώνει σε εκείνο ακριβώς το σημείο της προκυμαίας. «Θεέ μου» φώναξε στους συναδέλφους του «καίνε ζωντανούς τους πρόσφυγες!» [Μίλτον: 2008, σ. 356-7].
Εκείνους τους άμοιρους, που πήγαιναν να σκαρφαλώσουν πιασμένοι από την αλυσίδα της άγκυρας, οι ναύτες από πάνω τους έσπρωχναν κάτω με κοντάρια. ως και βραστό νερό τους έχυναν… κι ενώ γίνονταν όλα αυτά, ξαφνικά τα μεγάφωνα της ιταλικής ναυαρχίδας «Regina Elena», άρχισαν να στέλνουν στον κόλπο τούς ήχους από την άρια μιας κωμικοτραγικής όπερας:
Πες μου, παλιάτσο…
Πες μου, ποιος μ’ έχει προδώσει;…
[Μεχμέτ Τζοράλ, Πολλές ζωές στη Σμύρνη, σ. 302]
Ο Μουσταφά Κεμάλ ήδη από το μεσημέρι έχει αποχωρήσει από τη φλεγόμενη περιοχή. Αυτός και η συνοδεία του διέφυγαν, περνώντας αναγκαστικά μέσα από την παραλιακή ζώνη, με μια πομπή αυτοκινήτων στην κεφαλή της οποίας υπήρχε ένα φορτηγό για να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα πλήθη. Κατευθύνθηκαν στο Γκέζτεπε, όπου κατέλυσαν στην πατρική έπαυλη της Λατιφέ, μετέπειτα συζύγου του Κεμάλ.
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:http://thebest.gr/news/index/viewStory/144323
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:http://thebest.gr/news/index/viewStory/144060
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:http://thebest.gr/news/index/viewStory/143627
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:http://thebest.gr/news/index/viewStory/144325
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου