του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 90 που κυκλοφορεί με αφιέρωμα στη Χρυσή Αυγή
Όλοι όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την εκτίναξη ενός ναζιστικού γκρουπούσκουλου στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής ζωής, θα πρέπει να μας προσφέρουν και κάποιες ικανοποιητικές εξηγήσεις, ερμηνεία αυτού του φαινομένου.
Σωστά έχει επισημανθεί από πολλούς ότι η ανομία, η ατιμωρησία των κλεπτοκρατικών αρχουσών τάξεων, η ανυποληψία των πολιτικών, η παρασιτική μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η εξάρτηση από τους δυτικούς τραπεζίτες, βρίσκονται στη βάση μιας πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, απέναντι στην οποία οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα και αναζητούν νέες και συχνά ρηξικέλευθες λύσεις προκειμένου να εκφράσουν την πολιτική τους διαμαρτυρία. Ωστόσο, αυτή η κοινωνιολογική και κάποτε κοινωνιολογίστικη ερμηνεία δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Διότι το ερώτημα παραμένει ακέραιο. Για ποιο λόγο η διαμαρτυρία δεν εκφράζεται αποκλειστικά με την ενίσχυση αριστερών δυνάμεων, όπως εν μέρει συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ, και κατευθύνεται και σε μια μέχρι χτες ασήμαντη ναζιστική ομαδούλα; Γιατί δεν ενισχύονται έστω οι δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών, που τον Δεκέμβρη του 2008 έμοιαζαν τόσο ισχυρές ώστε να απειλούν το ίδιο το καθεστώς; Γιατί οι Έλληνες δεν στρέφονται προς μια αριστερή εξωκοινοβουλευτική βία, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1980, όταν επικροτούσαν μαζικά την «17 Νοέμβρη»; Επομένως, δεν αρκεί η γενική κοινωνιολογική ερμηνεία, αλλά θα πρέπει να στραφούμε σε τομείς όπως η πολιτική, η ιδεολογία και τα πολιτισμικά-κοινωνικά φαινόμενα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Και ο κεντρικός ιδεολογικός άξονας για την ερμηνεία του συναρτάται με το ζήτημα της κρίσης του έθνους-κράτους συνολικά, και τις απειλές στην ελληνική ταυτότητα κατ’ εξοχήν.
Πώς και γιατί, σε μια χώρα στην οποία –τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά– η ακροδεξιά είχε ταυτιστεί με την εθνοπροδοσία και τις παρακρατικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα η «δημοκρατική παράταξη» και η αριστερά με την εθνική ανεξαρτησία και τον αντιιμπεριαλισμό, κατόρθωσε ένα σχήμα, που προβάλλει ανοικτά τον Χίτλερ και τον Παπαδόπουλο, να μεταβληθεί σε υπερασπιστή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων;!
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν εκείνοι που, από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», πέρασαν στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του Σημίτη, και στη λυσσαλέα υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν. εκείνοι που, από τα αντάρτικα τραγούδια και τον Άρη Βελουχιώτη αναρτημένο στα γραφεία τους, πέρασαν στο «Αιγαίο που ανήκει στα ψάρια του» και στα «ανοικτά σύνορα» των αντιεξουσιαστών, της «επαναστατικής αριστεράς» και των οικολόγων.
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν όσοι από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ως πρότυπα της νεολαίας, πέρασαν στην άρνηση της εθνικής παράδοσης και τη λυσσαλέα υπεράσπιση της αμερικάνικης κουλτούρας.
Αυτές οι βαθύτατες μετατοπίσεις που συνέβησαν τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, δηλαδή η εγκατάλειψη του πατριωτισμού, επέτρεψαν στην προδοτική και γερμανόφιλη ακροδεξιά να τον καπηλευτεί και να τολμά να εμφανίζεται σήμερα ως ο υπερασπιστής του.
Σωστά έχει επισημανθεί από πολλούς ότι η ανομία, η ατιμωρησία των κλεπτοκρατικών αρχουσών τάξεων, η ανυποληψία των πολιτικών, η παρασιτική μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η εξάρτηση από τους δυτικούς τραπεζίτες, βρίσκονται στη βάση μιας πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, απέναντι στην οποία οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα και αναζητούν νέες και συχνά ρηξικέλευθες λύσεις προκειμένου να εκφράσουν την πολιτική τους διαμαρτυρία. Ωστόσο, αυτή η κοινωνιολογική και κάποτε κοινωνιολογίστικη ερμηνεία δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την άνοδο της «Χρυσής Αυγής». Διότι το ερώτημα παραμένει ακέραιο. Για ποιο λόγο η διαμαρτυρία δεν εκφράζεται αποκλειστικά με την ενίσχυση αριστερών δυνάμεων, όπως εν μέρει συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ, και κατευθύνεται και σε μια μέχρι χτες ασήμαντη ναζιστική ομαδούλα; Γιατί δεν ενισχύονται έστω οι δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών, που τον Δεκέμβρη του 2008 έμοιαζαν τόσο ισχυρές ώστε να απειλούν το ίδιο το καθεστώς; Γιατί οι Έλληνες δεν στρέφονται προς μια αριστερή εξωκοινοβουλευτική βία, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1980, όταν επικροτούσαν μαζικά την «17 Νοέμβρη»; Επομένως, δεν αρκεί η γενική κοινωνιολογική ερμηνεία, αλλά θα πρέπει να στραφούμε σε τομείς όπως η πολιτική, η ιδεολογία και τα πολιτισμικά-κοινωνικά φαινόμενα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Και ο κεντρικός ιδεολογικός άξονας για την ερμηνεία του συναρτάται με το ζήτημα της κρίσης του έθνους-κράτους συνολικά, και τις απειλές στην ελληνική ταυτότητα κατ’ εξοχήν.
Πώς και γιατί, σε μια χώρα στην οποία –τουλάχιστον από τον πόλεμο και μετά– η ακροδεξιά είχε ταυτιστεί με την εθνοπροδοσία και τις παρακρατικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα η «δημοκρατική παράταξη» και η αριστερά με την εθνική ανεξαρτησία και τον αντιιμπεριαλισμό, κατόρθωσε ένα σχήμα, που προβάλλει ανοικτά τον Χίτλερ και τον Παπαδόπουλο, να μεταβληθεί σε υπερασπιστή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων;!
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν εκείνοι που, από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», πέρασαν στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του Σημίτη, και στη λυσσαλέα υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν. εκείνοι που, από τα αντάρτικα τραγούδια και τον Άρη Βελουχιώτη αναρτημένο στα γραφεία τους, πέρασαν στο «Αιγαίο που ανήκει στα ψάρια του» και στα «ανοικτά σύνορα» των αντιεξουσιαστών, της «επαναστατικής αριστεράς» και των οικολόγων.
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν όσοι από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ως πρότυπα της νεολαίας, πέρασαν στην άρνηση της εθνικής παράδοσης και τη λυσσαλέα υπεράσπιση της αμερικάνικης κουλτούρας.
Αυτές οι βαθύτατες μετατοπίσεις που συνέβησαν τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, δηλαδή η εγκατάλειψη του πατριωτισμού, επέτρεψαν στην προδοτική και γερμανόφιλη ακροδεξιά να τον καπηλευτεί και να τολμά να εμφανίζεται σήμερα ως ο υπερασπιστής του.
Η «προδοσία» της Αριστεράς
Όλα άρχισαν με την ενσωμάτωση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στο κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα γνώριζε μια σαρωτική «διεθνοποίηση»: Ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ, κατάργηση των δασμών, προσχώρηση στο ευρώ και εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος, πολιτισμική αφομοίωση στη Δύση –κατεξοχήν μέσω της τηλεόρασης– τέλος και προπαντός, προσχώρηση των Ελλήνων στο παγκοσμιοποιημένο δυτικό καταναλωτικό μοντέλο. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια μια κυριολεκτική ανατροπή των πολιτιστικών και πολιτικών παραμέτρων της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, η ταχύτατη μετάβαση από ένα μοντέλο λιτότητας και αποταμίευσης, στον αντίποδά του, κατανάλωσης και σπατάλης, πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες πολιτικο-ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς και της κεντροαριστεράς.
Οι αριστεροί διανοούμενοι, διωκόμενοι απηνώς σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι το 1974, καταλαμβάνουν, ιδιαίτερα μετά το 1981, το κράτος και τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών». Εφημερίδες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, τηλεοράσεις, εκπαίδευση, ηγεμονεύονται πλέον από αυτήν την αριστερά και τη νέα ιδεολογία της. Αυτή η αλλαγή σηματοδότησε παράλληλα και τη βαθύτατη μετάλλαξη των ιδεολογικών συντεταγμένων της: Στο παρελθόν προέβαλλε την εθνικοαπελευθερωτική επαναστατική παράδοση, σε αντίθεση με την ξενοδουλεία των «κοτζαμπάσηδων» και του ελληνικού μεταπρατικού κεφαλαίου, διεκδικώντας έτσι μια αντιστασιακή αντιιμπεριαλιστική συνέχεια. Στο εξής, ιδιαίτερα μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, προσχωρεί ομοθυμαδόν στην αποδοχή της αυτοκρατορικής κουλτούρας της Δύσης και στην καταδίκη κάθε πατριωτικής ανάμνησης ως παρελθοντολογία και συντηρητισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια, θα συγκρουστεί μετωπικά με την Εκκλησία και την ορθόδοξη παράδοση, ως «καθυστέρηση», αντικαθιστώντας την από ένα κράμα ελευθεριακής και παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής ιδεολογίας. Ανάλογες εξελίξεις είχαν συμβεί, βέβαια, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η παραδοσιακή προτεσταντική και καθολική ιδεολογία είχε ανατραπεί βίαια, ιδιαίτερα μετά το 1968, από την εισβολή ενός ατομοκεντρικού αμερικανισμού.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όμως, συνίσταται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, στην Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικοί φορείς αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης ήταν οι προερχόμενοι από την αριστερά και την κεντροαριστερά και δεύτερο και κυριότερο… η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα, αν είναι καν «δυτική».
Σε μας η ανατροπή του πολιτισμικού υποδείγματος δεν αφορούσε απλώς ή κύρια στον τύπο ανθρώπου που δημιουργούσε και προωθούσε η καταναλωτική παγκοσμιοποιημένη μορφή του καπιταλισμού, αλλά συνδεόταν και με ζητήματα που αφορούν στην ίδια την εθνική ανεξαρτησία και επιβίωση της χώρας. Και για να το κάνουμε σαφέστερο: Στη δυτική Ευρώπη, μετά την δεκαετία του 1960, οι παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της αποταμίευσης αντικαθίστανται από τη «σεξουαλική επανάσταση», τον καταναλωτισμό και τον… δανεισμό. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο, η τηλεόραση και η αγορασμένη με δάνειο κατοικία, γίνονται τα νέα ενιαία πολιτισμικά πρότυπα του δυτικού κόσμου, σε συνδυασμό με την πολυπολιτισμικότητα και την άρνηση της «στενής» εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα, η εισβολή του ανάλογου μοντέλου είναι επίσης πραγματικότητα, από την άποψη του τρόπου ζωής, μόνο που, εδώ, απόρριψη της εθνικής ταυτότητας σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή της ξένης κυριαρχίας και της υποταγής. πολυπολιτισμός σε μια χώρα των συνόρων σημαίνει μεσοπρόθεσμα την απειλή της κυριολεκτικής εξαφάνισής της.
Στην Ελλάδα, οι υπερασπιστές του νέου ηγεμονικού πολιτιστικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να αρκεστούν μόνο στην καταδίκη του παλαιού συντηρητικού προτύπου, αλλά θα ήταν υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν και στην ανοικτή εθελοδουλία και το μίσος ενάντια σε μια απειλούμενη εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό, στη Γαλλία, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκφραστής αυτού του νέου καταναλωτικού πολιτισμικού προτύπου, αλλά και υπερασπιστής των επιθέσεων της Γαλλίας εναντίον της Λιβύης και των Αμερικανών εναντίον του Ιράκ, ενώ ο πολυπολιτισμικός Ολάντ απειλεί καθημερινά με επέμβαση τη Συρία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι ιδεολογικοί κλώνοι τους, για να υπερασπιστούν το ίδιο πολιτισμικό μοντέλο, θα έπρεπε να στραφούν και ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού έθνους-κράτους! Γι’ αυτό και είναι οι ίδιοι που θα υπογράφουν ταυτόχρονα υπέρ των «Μακεδόνων», του σχεδίου Ανάν, της ελληνοτουρκικής φιλίας και της κυρίας Ρεπούση, παράλληλα με την υπεράσπιση της «ανοικτής κοινωνίας». Κατά συνέπεια, η εκσυγχρονιστική αριστερά και κεντροαριστερά στην Ελλάδα, για να είναι πολυπολιτισμική, θα έπρεπε να είναι και ενδοτική.
Γι’ αυτό και η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, της «πατρίδας», της Κύπρου, που ανήκε παραδοσιακά στο οπλοστάσιο της αριστεράς, μιας και η δεξιά και η άρχουσα τάξη ήταν ξενόδουλη και εξαρτημένη, θα εγκαταλειφθεί σταδιακά. Για αρκετά χρόνια, η εναπομείνασα «πατριωτική αριστερά» κάλυπτε κουτσά-στραβά το κενό∙ ωστόσο, τα ακροδεξιά ρεύματα θα κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους από τη δεκαετία του ’80, και θα ενισχύονται όσο περισσότερο η κυρίαρχη κουλτούρα θα βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν λοιπόν θα έλθει η στιγμή της κρίσης, η ακροδεξιά θα εμφανιστεί αίφνης στο προσκήνιο, ως ο παρά φύση εκφραστής των αξιών που οι άλλοι όχι απλώς είχαν εγκαταλείψει αλλά είχαν συκοφαντήσει και εξουθενώσει.
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον, η κυρίαρχη αριστερή μιντιακή και ακαδημαϊκή κουλτούρα αγωνιζόταν να απομονώσει εκείνους που, όπως εμείς, επέμεναν στη σύνδεση των δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών και αξιών με την πραγματικότητα της χώρας. Και γι’ αυτό σήμερα εισπράττουν τους νεαντερντάλιους που επιζητούσαν.
Εξάλλου, πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσά τους ο Σωμερίτης και ο θλιβερός «Ιός», έχουν επαναλάβει επανειλημμένα ότι θα προτιμούσαν να αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένας Έλληνας Λεπέν, ώστε να πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης οι «αριστεροί πατριώτες». Όλα αυτά με την βλακώδη σκέψη, ότι με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα, θα μπορούσαν να ενισχύουν την καταναλωτική βολή τους, ανενόχλητοι από κριτικές που τους υπενθύμιζαν ότι οι ίδιοι είχαν ταυτιστεί με τον… Μπους στη Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο.
Όμως, αντί για τον Λεπέν ή τον Καρατζαφέρη, τους βγήκε… ο ανοικτός θαυμαστής του Χίτλερ, Μιχαλολιάκος. Και επειδή οι ίδιοι είναι θύματα της μπαρόβιας δυτικοκεντρικής ιδεολογίας τους, δεν κατανοούν ότι, στην απειλούμενη από τους δυτικούς τραπεζίτες και τον νεοθωμανισμό, Ελλάδα, το ζήτημα του πατριωτισμού δεν είναι δευτερεύον αλλά το κύριο αίτημα της κοινωνίας μας∙ το δε μεταναστευτικό, σε μια χώρα των συνόρων, δεν αφορά απλώς στην καταπολέμηση των ρατσιστικών συνδρόμων, αλλά αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά συνέπεια, την ώρα που καταρρέει το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό μοντέλο, δύο λύσεις απομένουν. Είτε η αναβάπτιση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην πατριωτική παράδοση, και η απολάκτιση του παρασιτικού ψευδοελευθεριακού μοντέλου, είτε η ενίσχυση των αυταρχικών ή και φασιστικών λύσεων και δυνάμεων. Τα πράγματα έχουν γίνει σοβαρά, γι’ αυτό και ιδεολογίες και σχήματα, που ταίριαζαν στην παλιά καλή συμπόρευση Κολωνακίου και Εξαρχείων, δεν έχουν πλέον καμιά δυνατότητα μακροημέρευσης. Μπορούν να επιβιώσουν μόνο ως ανοικτοί Κουίσλινγκ της Δύσης – όπως όλοι εκείνοι που μας καλούν να δεχτούμε Γερμανό κυβερνήτη, όπως ο… Ράμφος– ή των νεοθωμανών, όπως οι σπόνσορες του… Σουλεϊμάν.
Οι αριστεροί διανοούμενοι, διωκόμενοι απηνώς σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο μέχρι το 1974, καταλαμβάνουν, ιδιαίτερα μετά το 1981, το κράτος και τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών». Εφημερίδες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, τηλεοράσεις, εκπαίδευση, ηγεμονεύονται πλέον από αυτήν την αριστερά και τη νέα ιδεολογία της. Αυτή η αλλαγή σηματοδότησε παράλληλα και τη βαθύτατη μετάλλαξη των ιδεολογικών συντεταγμένων της: Στο παρελθόν προέβαλλε την εθνικοαπελευθερωτική επαναστατική παράδοση, σε αντίθεση με την ξενοδουλεία των «κοτζαμπάσηδων» και του ελληνικού μεταπρατικού κεφαλαίου, διεκδικώντας έτσι μια αντιστασιακή αντιιμπεριαλιστική συνέχεια. Στο εξής, ιδιαίτερα μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, προσχωρεί ομοθυμαδόν στην αποδοχή της αυτοκρατορικής κουλτούρας της Δύσης και στην καταδίκη κάθε πατριωτικής ανάμνησης ως παρελθοντολογία και συντηρητισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια, θα συγκρουστεί μετωπικά με την Εκκλησία και την ορθόδοξη παράδοση, ως «καθυστέρηση», αντικαθιστώντας την από ένα κράμα ελευθεριακής και παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής ιδεολογίας. Ανάλογες εξελίξεις είχαν συμβεί, βέβαια, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η παραδοσιακή προτεσταντική και καθολική ιδεολογία είχε ανατραπεί βίαια, ιδιαίτερα μετά το 1968, από την εισβολή ενός ατομοκεντρικού αμερικανισμού.
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όμως, συνίσταται σε δύο στοιχεία. Πρώτον, στην Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικοί φορείς αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης ήταν οι προερχόμενοι από την αριστερά και την κεντροαριστερά και δεύτερο και κυριότερο… η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα, αν είναι καν «δυτική».
Σε μας η ανατροπή του πολιτισμικού υποδείγματος δεν αφορούσε απλώς ή κύρια στον τύπο ανθρώπου που δημιουργούσε και προωθούσε η καταναλωτική παγκοσμιοποιημένη μορφή του καπιταλισμού, αλλά συνδεόταν και με ζητήματα που αφορούν στην ίδια την εθνική ανεξαρτησία και επιβίωση της χώρας. Και για να το κάνουμε σαφέστερο: Στη δυτική Ευρώπη, μετά την δεκαετία του 1960, οι παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της αποταμίευσης αντικαθίστανται από τη «σεξουαλική επανάσταση», τον καταναλωτισμό και τον… δανεισμό. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο, η τηλεόραση και η αγορασμένη με δάνειο κατοικία, γίνονται τα νέα ενιαία πολιτισμικά πρότυπα του δυτικού κόσμου, σε συνδυασμό με την πολυπολιτισμικότητα και την άρνηση της «στενής» εθνικής ταυτότητας. Στην Ελλάδα, η εισβολή του ανάλογου μοντέλου είναι επίσης πραγματικότητα, από την άποψη του τρόπου ζωής, μόνο που, εδώ, απόρριψη της εθνικής ταυτότητας σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή της ξένης κυριαρχίας και της υποταγής. πολυπολιτισμός σε μια χώρα των συνόρων σημαίνει μεσοπρόθεσμα την απειλή της κυριολεκτικής εξαφάνισής της.
Στην Ελλάδα, οι υπερασπιστές του νέου ηγεμονικού πολιτιστικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να αρκεστούν μόνο στην καταδίκη του παλαιού συντηρητικού προτύπου, αλλά θα ήταν υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν και στην ανοικτή εθελοδουλία και το μίσος ενάντια σε μια απειλούμενη εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό, στη Γαλλία, ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκφραστής αυτού του νέου καταναλωτικού πολιτισμικού προτύπου, αλλά και υπερασπιστής των επιθέσεων της Γαλλίας εναντίον της Λιβύης και των Αμερικανών εναντίον του Ιράκ, ενώ ο πολυπολιτισμικός Ολάντ απειλεί καθημερινά με επέμβαση τη Συρία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι ιδεολογικοί κλώνοι τους, για να υπερασπιστούν το ίδιο πολιτισμικό μοντέλο, θα έπρεπε να στραφούν και ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού έθνους-κράτους! Γι’ αυτό και είναι οι ίδιοι που θα υπογράφουν ταυτόχρονα υπέρ των «Μακεδόνων», του σχεδίου Ανάν, της ελληνοτουρκικής φιλίας και της κυρίας Ρεπούση, παράλληλα με την υπεράσπιση της «ανοικτής κοινωνίας». Κατά συνέπεια, η εκσυγχρονιστική αριστερά και κεντροαριστερά στην Ελλάδα, για να είναι πολυπολιτισμική, θα έπρεπε να είναι και ενδοτική.
Γι’ αυτό και η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, της «πατρίδας», της Κύπρου, που ανήκε παραδοσιακά στο οπλοστάσιο της αριστεράς, μιας και η δεξιά και η άρχουσα τάξη ήταν ξενόδουλη και εξαρτημένη, θα εγκαταλειφθεί σταδιακά. Για αρκετά χρόνια, η εναπομείνασα «πατριωτική αριστερά» κάλυπτε κουτσά-στραβά το κενό∙ ωστόσο, τα ακροδεξιά ρεύματα θα κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους από τη δεκαετία του ’80, και θα ενισχύονται όσο περισσότερο η κυρίαρχη κουλτούρα θα βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν λοιπόν θα έλθει η στιγμή της κρίσης, η ακροδεξιά θα εμφανιστεί αίφνης στο προσκήνιο, ως ο παρά φύση εκφραστής των αξιών που οι άλλοι όχι απλώς είχαν εγκαταλείψει αλλά είχαν συκοφαντήσει και εξουθενώσει.
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον, η κυρίαρχη αριστερή μιντιακή και ακαδημαϊκή κουλτούρα αγωνιζόταν να απομονώσει εκείνους που, όπως εμείς, επέμεναν στη σύνδεση των δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών και αξιών με την πραγματικότητα της χώρας. Και γι’ αυτό σήμερα εισπράττουν τους νεαντερντάλιους που επιζητούσαν.
Εξάλλου, πολλοί απ’ αυτούς, ανάμεσά τους ο Σωμερίτης και ο θλιβερός «Ιός», έχουν επαναλάβει επανειλημμένα ότι θα προτιμούσαν να αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένας Έλληνας Λεπέν, ώστε να πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης οι «αριστεροί πατριώτες». Όλα αυτά με την βλακώδη σκέψη, ότι με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα, θα μπορούσαν να ενισχύουν την καταναλωτική βολή τους, ανενόχλητοι από κριτικές που τους υπενθύμιζαν ότι οι ίδιοι είχαν ταυτιστεί με τον… Μπους στη Γιουγκοσλαβία και την Κύπρο.
Όμως, αντί για τον Λεπέν ή τον Καρατζαφέρη, τους βγήκε… ο ανοικτός θαυμαστής του Χίτλερ, Μιχαλολιάκος. Και επειδή οι ίδιοι είναι θύματα της μπαρόβιας δυτικοκεντρικής ιδεολογίας τους, δεν κατανοούν ότι, στην απειλούμενη από τους δυτικούς τραπεζίτες και τον νεοθωμανισμό, Ελλάδα, το ζήτημα του πατριωτισμού δεν είναι δευτερεύον αλλά το κύριο αίτημα της κοινωνίας μας∙ το δε μεταναστευτικό, σε μια χώρα των συνόρων, δεν αφορά απλώς στην καταπολέμηση των ρατσιστικών συνδρόμων, αλλά αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά συνέπεια, την ώρα που καταρρέει το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό μοντέλο, δύο λύσεις απομένουν. Είτε η αναβάπτιση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην πατριωτική παράδοση, και η απολάκτιση του παρασιτικού ψευδοελευθεριακού μοντέλου, είτε η ενίσχυση των αυταρχικών ή και φασιστικών λύσεων και δυνάμεων. Τα πράγματα έχουν γίνει σοβαρά, γι’ αυτό και ιδεολογίες και σχήματα, που ταίριαζαν στην παλιά καλή συμπόρευση Κολωνακίου και Εξαρχείων, δεν έχουν πλέον καμιά δυνατότητα μακροημέρευσης. Μπορούν να επιβιώσουν μόνο ως ανοικτοί Κουίσλινγκ της Δύσης – όπως όλοι εκείνοι που μας καλούν να δεχτούμε Γερμανό κυβερνήτη, όπως ο… Ράμφος– ή των νεοθωμανών, όπως οι σπόνσορες του… Σουλεϊμάν.
χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Δαυλού
Η μακρά πορεία της φασιστικής δεξιάς
Πολλοί από όσους σήμερα διαπορούν για το πως και γιατί ήρθε στο προσκήνιο η ναζιστική ακροδεξιά, μας λοιδορούσαν στο παρελθόν όταν ασχολιόμασταν με ιδεολογικά φαινόμενα που οι ίδιοι αγνοούσαν και προσπερνούσαν. Για χρόνια τονίζαμε πως φαινόμενα όπως η αρχαιολατρία, η ουφολογία και η συνωμοσιολογία αποτελούν τα οχήματα μέσω των οποίων η ακροδεξιά δοκίμαζε να επανέλθει στο προσκήνιο, μετά την ιστορική της ήττα εξαιτίας της ταύτισής της με την Χούντα. Ο Πλεύρης, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θα ξεκινήσει την ιδεολογική αναβάπτιση της φασιστικής Δεξιάς στην αρχαιοελληνική παράδοση. Δεκάδες περιοδικά, από τον Δαυλό έως το Απολλώνειο Φως περνώντας από την Ελληνική Αγωγή του Άδωνι Γεωργιάδη, θα προβάλλουν μια φασίζουσα ή ανοικτά φυλετιστική εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας, κατεξοχήν της Σπάρτης, ενάντια στον «εβραϊκό χριστιανισμό», και θα δημιουργήσουν ένα πλατύ ιδεολογικό ρεύμα που εξαπλώθηκε με εκατοντάδες εκδόσεις, κανάλια, εκπομπές, και… ταξιτζήδες, σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Εκείνα τα λαϊκά στρώματα, που οι κυριλέ διανοούμενοι του «σοβαρού τύπου» και των πανεπιστημίων είχαν οριστικά εγκαταλείψει, συναγελαζόμενοι με τα ποικίλα ιδρύματα τραπεζών και άλλων εφοπλιστών. Και όσο αυτοί νόμιζαν πως διατηρούν ακλόνητη την ιδεολογική τους ηγεμονία, ο Πλεύρης πουλούσε ίσως εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, για δεκαετίες ολόκληρες, στα ευρύτερα ημιμαθή λαϊκά στρώματα, ενώ ο Λιακόπουλος έχει πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που συνδέουν ουφολογία, ομάδες Έψιλον και φυλετική καθαρότητα. Καθόλου τυχαία, στο ίδιο ιδεολογικό ρεύμα συνέπλεαν οι Βελόπουλοι και οι Γεωργιάδηδες του κάποτε ΛΑΟΣ και η Χρυσή Αυγή του Μιχαλολιάκου.
Και όμως, οι τόσο «οξυδερκείς» διανοούμενοί μας δεν αντελήφθησαν τίποτα, όχι μόνο γιατί περιφρονούσαν το αγράμματο «πόπολο», αλλά και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο. Το γεγονός ότι το ρεύμα της αρχαιολατρίας και ουφολογίας βρισκόταν σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την ορθοδοξία. Και επειδή ο μεγαλύτερος εχθρός των «εκσυγχρονιστών», ως εκφραστής της παραδοσιακής ταυτότητας των Ελλήνων, υπήρξε η ορθοδοξία και ο «Χριστόδουλος», τι… Καστοριάδης τι… Πλεύρης! Τόσο η αυτόνομη αντιαυταρχική αριστερά όσο και η αρχαιολατρική αυταρχική δεξιά είχαν ως κύριο αντίπαλο την Ορθοδοξία. Οι μεν πρώτοι, διότι η Εκκλησία, κατά την άποψή τους, γκρέμισε το οικοδόμημα της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Ελλάδας, οι δε δεύτεροι διότι ο «εβραιοχριστιανικός» οικουμενισμός έθεσε τέλος στον αρχαιοελληνικό φυλετισμό. Καθόλου τυχαία δε, η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να ενοποιήσει συντηρητικούς ορθόδοξους και αρχαιολάτρες οδηγήθηκε εν τέλει σε αποτυχία και οι πρώην αρχαιολάτρες εγκατέλειψαν το κόμμα του.
Στη συνέχεια, το εναπομείναν αρχαιολατρικό ρεύμα συνδέθηκε όλο και πιο επίμονα με τον αποκρυφισμό, την συνωμοσιολογία, τις ιστορίες περί «κούφιας γης» και των «Έψιλον» που θα μας σώσουν, συναντώντας τις αντίστοιχες χιτλεροφασιστικές θεωρίες περί Κελτών, υπερβορείων και Ινδοευρωπαίων. Στα περιοδικά της Χ.Α. και στις ιστοσελίδες της, περίοπτη θέση κατέχουν ο παγανιστής φασίστας θεωρητικός, Τζούλιους Έβολα, και η ελληνικής καταγωγής οπαδός του Χίτλερ, υμνήτρια των Ινδοευρωπαίων της Ινδίας, Σαβίτρι Ντέβι.
Καθόλου τυχαία δε, μόνο το Άρδην αφιέρωσε τέσσερα ή πέντε τεύχη του στην αρχαιολατρία, τη συνωμοσιολογία και τις συνωμοσιολογικές ρίζες του χιτλερισμού κ.λπ., την ώρα που οι Κολωνοεξαρχειώτες ασχολούνταν με την «αυτοκρατορία» του Νέγκρι και τη συνταρακτική ανακάλυψη των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης από τον Ράμφο! Έτσι, όσοι προσπαθούσαμε να κτίσουμε μια δημοκρατική εναλλακτική εκδοχή του πατριωτισμού, στη σύγχρονη Ελλάδα, συναντούσαμε καθημερινά απέναντί μας δύο αντιπάλους: Από την μία πλευρά τους εθνομηδενιστές καραγκιόζηδες και από την άλλη αυτή την εντεινόμενη και πολυπλόκαμη ανορθολογική προπαγάνδα που μόλυνε και αποπροσανατόλιζε τα αγανακτισμένα και εγκαταλελειμμένα από τις ελίτ λαϊκά στρώματα. Συναντούσαμε καθημερινά τον πατριωτισμό αναμεμειγμένο με τη συνωμοσιολογία και τις αυταρχικές λύσεις. την ανάδειξη της σημασίας του μεταναστευτικού να μεταβάλλεται σε ρατσισμό. την απέχθεια για το πολιτικό σύστημα να μετασχηματίζεται σε προσμονή του ουρανοκατέβατου ηγέτη. την καταδίκη της άρχουσας τάξης και του σιωνισμού να μεταπίπτει σε αντισημιτισμό, κ.ο.κ.
Για τις κυρίαρχες ελίτ δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο πατριωτισμός ήταν ούτως ή άλλως εθνικισμός, ο αντισιωνισμός αντισημιτισμός, η επιμονή στην εθνική ταυτότητα, ρατσισμός! Γι’ αυτό και τα κυριότερα βέλη τους στρέφονταν ενάντια σε μας και στο ίδιο το λαϊκό σώμα, που ήθελαν να το ταυτίσουν με τους φασίστες. Να λοιπόν, σήμερα, που μπροστά τους έχουν αυτό που δημιούργησαν ή άφησαν να αναπτυχθεί. Μια ναζιστική ομάδα που, μπρος στο απόλυτο κενό ιδεολογίας, κομμάτων, πνευματικών ελίτ, αναδεικνύεται στο προσκήνιο της πολιτικής με το πιο αποτρόπαιο φαιό πρόσωπο του ρατσιστικού ναζισμού.
Και όμως, οι τόσο «οξυδερκείς» διανοούμενοί μας δεν αντελήφθησαν τίποτα, όχι μόνο γιατί περιφρονούσαν το αγράμματο «πόπολο», αλλά και για έναν ακόμα σοβαρό λόγο. Το γεγονός ότι το ρεύμα της αρχαιολατρίας και ουφολογίας βρισκόταν σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την ορθοδοξία. Και επειδή ο μεγαλύτερος εχθρός των «εκσυγχρονιστών», ως εκφραστής της παραδοσιακής ταυτότητας των Ελλήνων, υπήρξε η ορθοδοξία και ο «Χριστόδουλος», τι… Καστοριάδης τι… Πλεύρης! Τόσο η αυτόνομη αντιαυταρχική αριστερά όσο και η αρχαιολατρική αυταρχική δεξιά είχαν ως κύριο αντίπαλο την Ορθοδοξία. Οι μεν πρώτοι, διότι η Εκκλησία, κατά την άποψή τους, γκρέμισε το οικοδόμημα της άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Ελλάδας, οι δε δεύτεροι διότι ο «εβραιοχριστιανικός» οικουμενισμός έθεσε τέλος στον αρχαιοελληνικό φυλετισμό. Καθόλου τυχαία δε, η προσπάθεια του Καρατζαφέρη να ενοποιήσει συντηρητικούς ορθόδοξους και αρχαιολάτρες οδηγήθηκε εν τέλει σε αποτυχία και οι πρώην αρχαιολάτρες εγκατέλειψαν το κόμμα του.
Στη συνέχεια, το εναπομείναν αρχαιολατρικό ρεύμα συνδέθηκε όλο και πιο επίμονα με τον αποκρυφισμό, την συνωμοσιολογία, τις ιστορίες περί «κούφιας γης» και των «Έψιλον» που θα μας σώσουν, συναντώντας τις αντίστοιχες χιτλεροφασιστικές θεωρίες περί Κελτών, υπερβορείων και Ινδοευρωπαίων. Στα περιοδικά της Χ.Α. και στις ιστοσελίδες της, περίοπτη θέση κατέχουν ο παγανιστής φασίστας θεωρητικός, Τζούλιους Έβολα, και η ελληνικής καταγωγής οπαδός του Χίτλερ, υμνήτρια των Ινδοευρωπαίων της Ινδίας, Σαβίτρι Ντέβι.
Καθόλου τυχαία δε, μόνο το Άρδην αφιέρωσε τέσσερα ή πέντε τεύχη του στην αρχαιολατρία, τη συνωμοσιολογία και τις συνωμοσιολογικές ρίζες του χιτλερισμού κ.λπ., την ώρα που οι Κολωνοεξαρχειώτες ασχολούνταν με την «αυτοκρατορία» του Νέγκρι και τη συνταρακτική ανακάλυψη των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης από τον Ράμφο! Έτσι, όσοι προσπαθούσαμε να κτίσουμε μια δημοκρατική εναλλακτική εκδοχή του πατριωτισμού, στη σύγχρονη Ελλάδα, συναντούσαμε καθημερινά απέναντί μας δύο αντιπάλους: Από την μία πλευρά τους εθνομηδενιστές καραγκιόζηδες και από την άλλη αυτή την εντεινόμενη και πολυπλόκαμη ανορθολογική προπαγάνδα που μόλυνε και αποπροσανατόλιζε τα αγανακτισμένα και εγκαταλελειμμένα από τις ελίτ λαϊκά στρώματα. Συναντούσαμε καθημερινά τον πατριωτισμό αναμεμειγμένο με τη συνωμοσιολογία και τις αυταρχικές λύσεις. την ανάδειξη της σημασίας του μεταναστευτικού να μεταβάλλεται σε ρατσισμό. την απέχθεια για το πολιτικό σύστημα να μετασχηματίζεται σε προσμονή του ουρανοκατέβατου ηγέτη. την καταδίκη της άρχουσας τάξης και του σιωνισμού να μεταπίπτει σε αντισημιτισμό, κ.ο.κ.
Για τις κυρίαρχες ελίτ δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο πατριωτισμός ήταν ούτως ή άλλως εθνικισμός, ο αντισιωνισμός αντισημιτισμός, η επιμονή στην εθνική ταυτότητα, ρατσισμός! Γι’ αυτό και τα κυριότερα βέλη τους στρέφονταν ενάντια σε μας και στο ίδιο το λαϊκό σώμα, που ήθελαν να το ταυτίσουν με τους φασίστες. Να λοιπόν, σήμερα, που μπροστά τους έχουν αυτό που δημιούργησαν ή άφησαν να αναπτυχθεί. Μια ναζιστική ομάδα που, μπρος στο απόλυτο κενό ιδεολογίας, κομμάτων, πνευματικών ελίτ, αναδεικνύεται στο προσκήνιο της πολιτικής με το πιο αποτρόπαιο φαιό πρόσωπο του ρατσιστικού ναζισμού.
Οι «μέθοδοι πάλης» και οι αντιεξουσιαστές
Ένα από τα κυριότερα στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι δημοκράτες μας είναι η συστηματική βία που ασκούν οι Νεαντερντάλιοι της Χ.Α. σε όλες τις εκδηλώσεις τους, από τις επιθέσεις στους αλλοδαπούς μικροπωλητές μέχρι τη θεαματική τηλεοπτική βία.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για βία και κουλτούρα της βίας, στην πολιτική και τον αθλητισμό, όλοι εκείνοι που καθημερινά προωθούν και επιβραβεύουν μια διάχυτη κοινωνική βία, την αδιάκριτη και συχνά ανεξέλεγκτη βία του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της αστυνομίας, την χωρίς τέλος βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, τα διαδικτυακά παιγνίδια. Όλα αυτά έχουν εθίσει την κοινωνία και τη νεολαία σ’ ένα καθολικό πρότυπο γενικευμένης βίας, η οποία έχει διαχυθεί στα γήπεδα και την ίδια την πολιτική. Ο όμιλος Αλαφούζου, π.χ. –η Καθημερινή και ο Σκάι που εξανίστανται για τη βία της ακροδεξιάς και αναζητούν τις ρίζες της μόνο στην Αριστερά–,καθημερινά, ασταμάτητα, όχι μόνο προβάλλει στην τηλεόραση αναρίθμητες και ατελείωτες σειρές βίας, αλλά ακόμα και τα «οικολογικά» ντοκιμαντέρ είναι γεμάτα από καρχαρίες, πύθωνες και σαρκοβόρους τυραννόσαυρους. Όλα τα κινηματογραφικά έργα και οι τηλεοπτικές σειρές, που απευθύνονται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, είναι γεμάτα από σίριαλ κίλερ και βασανισμούς. Οι νεαροί αστυνομικοί της ομάδας Δίας, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι λάτρεις της χωρίς τέλος πολιτικής βίας, εμπνέονται από τα ίδια πρότυπα, από την ίδια κουλτούρα μιας ανάλγητης κοινωνίας, συχνάζουν στα ίδια γυμναστήρια και ορχούνται με τις ίδιες ανελέητες και κραυγαλέες μουσικές.
Ωστόσο, αν αυτά είναι τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά και πολιτισμικά θεμέλια της επέκτασης και της εξοικείωσης με τη βία, δεν αρκούν από μόνα τους να την ερμηνεύσουν. Γι’ αυτό και, στη διαμάχη ανάμεσα στους μνημονιακούς και την κοινοβουλευτική αριστερά, παίχτηκε ένα κυριολεκτικό θέατρο του παραλόγου, τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Οι μνημονιακοί (Σαχινίδης, και άλλοι) προσπαθούν να ταυτίσουν τη λεκτική ή και συμβολική αντιβία των διαδηλωτών, ιδιαίτερα των «αγανακτισμένων» –την οποία εισέπραξαν εν μέρει και οι μνημονιακοί βουλευτές τα προηγούμενα χρόνια–, με την βία της Χ.Α. Τα παπαγαλάκια του καθεστωτικού τύπου, Μανδραβέληδες κ.ά. Μητρόπουλοι, στην Καθημερινή, τα Νέα, το Βήμα, και τα κανάλια «των νταβατζήδων», θέλουν να παρουσιάσουν την «επάνω πλατεία» του Συντάγματος ως ελεγχόμενη από τους ακροδεξιούς και την κάτω από τους ακροαριστερούς, συκοφαντώντας έτσι το πιο αγωνιστικό και πατριωτικό τμήμα των αγανακτισμένων. Επιχειρούν, δηλαδή, να ταυτίσουν τη βία της Χ.Α. με ένα πλατύ λαϊκό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια Έλληνες.
Η επίσημη αριστερά, από την πλευρά της, ενώ σωστά αποκρούει αυτές τις αιτιάσεις ως συκοφαντικές, κουκουλώνει ταυτόχρονα ένα υπαρκτό ζήτημα. Ότι δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κατεξοχήν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, εμφανίζονται ομάδες και δυνάμεις με αριστερό πρόσημο οι οποίες απαλλοτριώνουν ή διαστρέφουν την αντίσταση και την αντιβία των λαϊκών κινημάτων και ασκούν μόνιμα και συστηματικά μορφές βίας, ενισχύοντας τον συντηρητισμό ευρύτερων στρωμάτων και την αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Γράφουμε και μιλάμε γι’ αυτό το φαινόμενο ήδη από την δεκαετία του ’70, διότι, όταν ο οιοσδήποτε μεταβάλλεται σε «ειδικό της βίας», αναπόφευκτα την αποσπά από το ίδιο το λαϊκό σώμα και την χρησιμοποιεί άσχετα από την πολιτική συγκυρία. Η χρήση ένοπλων μορφών σύγκρουσης σε μια χώρα η οποία μόλις είχε κατακτήσει μορφές πάλης που ανήκουν στην τυπική δημοκρατία, όπως συνέβη μετά τη Χούντα, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και ενισχύει τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Παράλληλα, στο εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αναπτύχθηκε μια μορφή μισαλλοδοξίας, από την ΚΝΕ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, από ομάδες της άκρας αριστεράς εν συνεχεία, και των αντιεξουσιαστών στο τέλος, που έτεινε να αποκλείσει την ελεύθερη έκφραση μέσα σ’ αυτά. Σταδιακώς κατέληξε να καταστεί αδύνατη η οργάνωση εκδηλώσεων του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου στα πανεπιστήμια και να μπορούν μέσα σ’ αυτά να δρουν μόνο οι μεγάλες παρατάξεις –Δεξιά, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ– και τα γκρουπούσκουλα της ακροαριστεράς και των αντιεξουσιαστών.
Οι πρακτικές μιας ασυνάρτητης βίας έφτασαν στο απόγειό τους στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, το 2007, με αποκορύφωμα τη μηδενιστική «επανάσταση» του 2008. Είμαστε οι μόνοι που είχαμε καταγγείλει τη δράση των ομάδων που κατέστρεφαν συστηματικά τράπεζες, καταστήματα και δημόσια κτίρια, με την ανοχή και την κάλυψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από τον Αλέκο Αλαβάνο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και των ΜΜΕ, που έβλεπαν τις «ταραχές» ως ευκαιρία για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς. Οι επαναλαμβανόμενες κάθε Πέμπτη, επί μήνες, καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, τον χειμώνα του 2007, τις οποίες ενίσχυαν κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, οδήγησαν στον Δεκέμβριο του 2008. Τότε, σε ένα κείμενο που αναδημοσιεύεται σ’ αυτό το αφιέρωμα, τονίζαμε πως η μηδενιστική χρήση της βίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο της ακροδεξιάς.
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο ότι, κάποια στιγμή, όταν θα πληρούνταν οι ιδεολογικοί όροι γι’ αυτό, τη βία των αντιεξουσιαστών θα την αντικαθιστούσε η πιο συστηματική και αποτρόπαια φασιστική βία. Και είναι χαρακτηριστικό πως, σε μια συγκυρία σαν αυτή της παρούσας κρίσης, οι «κουκουλοφόροι» έδρασαν αποσυνθετικά για το κίνημα των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για την απαλλοτρίωση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού από μια ναζιστική ομάδα.
Έτσι, ενώ οι ακροαριστεροί και οι αντιεξουσιαστές τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στη νεολαία, τη στιγμή που θεωρητικά θα έπρεπε να έλθει η «ώρα» τους, περιθωριοποιήθηκαν ιδεολογικά και καθημερινά συρρικνώνονται. Διότι δεν είναι δυνατό να φαντάζεσαι ότι ζεις στο Βερολίνο ή το Μπρονξ και αιφνιδίως να ξυπνάς στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι δυνατόν να γεμίζεις τους τοίχους με συνθήματα του τύπου «οι Έλληνες είναι οι Αμερικανοί των Βαλκανίων» και «ανοικτά τα σύνορα για όλους τους μετανάστες» και να βρίσκεσαι σε συνθήκες όπου η Ελλάδα καταστρέφεται οικονομικά και κοινωνικά ως το αποπαίδι της Δύσης. Γι’ αυτό βρέθηκαν εντελώς έξω από τα νερά τους, όταν ήρθε η περιβόητη κρίση την οποία ευαγγελίζονταν, και αντικαταστάθηκαν αιφνίδια, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, από τους δήθεν πατριώτες ναζί. Το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια είχαν δαιμονοποιήσει τον πατριωτισμό και λοιδορούσαν την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, μεταβλήθηκε σε μπούμερανγκ, σε μια στιγμή όπου οι μόνες αξίες είναι η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική συνοχή.
Οι ευθύνες της αριστεράς λοιπόν είναι υπαρκτές, όχι γιατί δήθεν δημιούργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων ή προώθησε τα «γιαουρτώματα» ενάντια στους επίορκους βουλευτές. Αυτό το πράγμα εξάλλου δεν είναι αλήθεια, διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων ούτε ξεκίνησε, ούτε εκφράστηκε από τα κόμματα και τις δυνάμεις της Αριστεράς, όπως γνωρίζουμε όσοι συμμετείχαμε σε αυτό από την αρχή του. Οι ευθύνες της Αριστεράς βρίσκονται αλλού, στο ότι, επειδή την βόλευε τακτικά και κυρίως επειδή η βία των ομάδων ήταν ιδεολογικά ταυτισμένη με τον εθνομηδενισμό και τον πολυπολιτισμό τους, και εν τέλει απέκλειε μόνο την πατριωτική αριστερά, την άφησαν να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για βία και κουλτούρα της βίας, στην πολιτική και τον αθλητισμό, όλοι εκείνοι που καθημερινά προωθούν και επιβραβεύουν μια διάχυτη κοινωνική βία, την αδιάκριτη και συχνά ανεξέλεγκτη βία του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της αστυνομίας, την χωρίς τέλος βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, τα διαδικτυακά παιγνίδια. Όλα αυτά έχουν εθίσει την κοινωνία και τη νεολαία σ’ ένα καθολικό πρότυπο γενικευμένης βίας, η οποία έχει διαχυθεί στα γήπεδα και την ίδια την πολιτική. Ο όμιλος Αλαφούζου, π.χ. –η Καθημερινή και ο Σκάι που εξανίστανται για τη βία της ακροδεξιάς και αναζητούν τις ρίζες της μόνο στην Αριστερά–,καθημερινά, ασταμάτητα, όχι μόνο προβάλλει στην τηλεόραση αναρίθμητες και ατελείωτες σειρές βίας, αλλά ακόμα και τα «οικολογικά» ντοκιμαντέρ είναι γεμάτα από καρχαρίες, πύθωνες και σαρκοβόρους τυραννόσαυρους. Όλα τα κινηματογραφικά έργα και οι τηλεοπτικές σειρές, που απευθύνονται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, είναι γεμάτα από σίριαλ κίλερ και βασανισμούς. Οι νεαροί αστυνομικοί της ομάδας Δίας, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι λάτρεις της χωρίς τέλος πολιτικής βίας, εμπνέονται από τα ίδια πρότυπα, από την ίδια κουλτούρα μιας ανάλγητης κοινωνίας, συχνάζουν στα ίδια γυμναστήρια και ορχούνται με τις ίδιες ανελέητες και κραυγαλέες μουσικές.
Ωστόσο, αν αυτά είναι τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά και πολιτισμικά θεμέλια της επέκτασης και της εξοικείωσης με τη βία, δεν αρκούν από μόνα τους να την ερμηνεύσουν. Γι’ αυτό και, στη διαμάχη ανάμεσα στους μνημονιακούς και την κοινοβουλευτική αριστερά, παίχτηκε ένα κυριολεκτικό θέατρο του παραλόγου, τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο. Οι μνημονιακοί (Σαχινίδης, και άλλοι) προσπαθούν να ταυτίσουν τη λεκτική ή και συμβολική αντιβία των διαδηλωτών, ιδιαίτερα των «αγανακτισμένων» –την οποία εισέπραξαν εν μέρει και οι μνημονιακοί βουλευτές τα προηγούμενα χρόνια–, με την βία της Χ.Α. Τα παπαγαλάκια του καθεστωτικού τύπου, Μανδραβέληδες κ.ά. Μητρόπουλοι, στην Καθημερινή, τα Νέα, το Βήμα, και τα κανάλια «των νταβατζήδων», θέλουν να παρουσιάσουν την «επάνω πλατεία» του Συντάγματος ως ελεγχόμενη από τους ακροδεξιούς και την κάτω από τους ακροαριστερούς, συκοφαντώντας έτσι το πιο αγωνιστικό και πατριωτικό τμήμα των αγανακτισμένων. Επιχειρούν, δηλαδή, να ταυτίσουν τη βία της Χ.Α. με ένα πλατύ λαϊκό κίνημα στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια Έλληνες.
Η επίσημη αριστερά, από την πλευρά της, ενώ σωστά αποκρούει αυτές τις αιτιάσεις ως συκοφαντικές, κουκουλώνει ταυτόχρονα ένα υπαρκτό ζήτημα. Ότι δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κατεξοχήν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, εμφανίζονται ομάδες και δυνάμεις με αριστερό πρόσημο οι οποίες απαλλοτριώνουν ή διαστρέφουν την αντίσταση και την αντιβία των λαϊκών κινημάτων και ασκούν μόνιμα και συστηματικά μορφές βίας, ενισχύοντας τον συντηρητισμό ευρύτερων στρωμάτων και την αύξηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Γράφουμε και μιλάμε γι’ αυτό το φαινόμενο ήδη από την δεκαετία του ’70, διότι, όταν ο οιοσδήποτε μεταβάλλεται σε «ειδικό της βίας», αναπόφευκτα την αποσπά από το ίδιο το λαϊκό σώμα και την χρησιμοποιεί άσχετα από την πολιτική συγκυρία. Η χρήση ένοπλων μορφών σύγκρουσης σε μια χώρα η οποία μόλις είχε κατακτήσει μορφές πάλης που ανήκουν στην τυπική δημοκρατία, όπως συνέβη μετά τη Χούντα, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και ενισχύει τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Παράλληλα, στο εσωτερικό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αναπτύχθηκε μια μορφή μισαλλοδοξίας, από την ΚΝΕ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, από ομάδες της άκρας αριστεράς εν συνεχεία, και των αντιεξουσιαστών στο τέλος, που έτεινε να αποκλείσει την ελεύθερη έκφραση μέσα σ’ αυτά. Σταδιακώς κατέληξε να καταστεί αδύνατη η οργάνωση εκδηλώσεων του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου στα πανεπιστήμια και να μπορούν μέσα σ’ αυτά να δρουν μόνο οι μεγάλες παρατάξεις –Δεξιά, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ– και τα γκρουπούσκουλα της ακροαριστεράς και των αντιεξουσιαστών.
Οι πρακτικές μιας ασυνάρτητης βίας έφτασαν στο απόγειό τους στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, το 2007, με αποκορύφωμα τη μηδενιστική «επανάσταση» του 2008. Είμαστε οι μόνοι που είχαμε καταγγείλει τη δράση των ομάδων που κατέστρεφαν συστηματικά τράπεζες, καταστήματα και δημόσια κτίρια, με την ανοχή και την κάλυψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από τον Αλέκο Αλαβάνο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και των ΜΜΕ, που έβλεπαν τις «ταραχές» ως ευκαιρία για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς. Οι επαναλαμβανόμενες κάθε Πέμπτη, επί μήνες, καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, τον χειμώνα του 2007, τις οποίες ενίσχυαν κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, οδήγησαν στον Δεκέμβριο του 2008. Τότε, σε ένα κείμενο που αναδημοσιεύεται σ’ αυτό το αφιέρωμα, τονίζαμε πως η μηδενιστική χρήση της βίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο της ακροδεξιάς.
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο ότι, κάποια στιγμή, όταν θα πληρούνταν οι ιδεολογικοί όροι γι’ αυτό, τη βία των αντιεξουσιαστών θα την αντικαθιστούσε η πιο συστηματική και αποτρόπαια φασιστική βία. Και είναι χαρακτηριστικό πως, σε μια συγκυρία σαν αυτή της παρούσας κρίσης, οι «κουκουλοφόροι» έδρασαν αποσυνθετικά για το κίνημα των Αγανακτισμένων του Συντάγματος, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για την απαλλοτρίωση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού από μια ναζιστική ομάδα.
Έτσι, ενώ οι ακροαριστεροί και οι αντιεξουσιαστές τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στη νεολαία, τη στιγμή που θεωρητικά θα έπρεπε να έλθει η «ώρα» τους, περιθωριοποιήθηκαν ιδεολογικά και καθημερινά συρρικνώνονται. Διότι δεν είναι δυνατό να φαντάζεσαι ότι ζεις στο Βερολίνο ή το Μπρονξ και αιφνιδίως να ξυπνάς στα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι δυνατόν να γεμίζεις τους τοίχους με συνθήματα του τύπου «οι Έλληνες είναι οι Αμερικανοί των Βαλκανίων» και «ανοικτά τα σύνορα για όλους τους μετανάστες» και να βρίσκεσαι σε συνθήκες όπου η Ελλάδα καταστρέφεται οικονομικά και κοινωνικά ως το αποπαίδι της Δύσης. Γι’ αυτό βρέθηκαν εντελώς έξω από τα νερά τους, όταν ήρθε η περιβόητη κρίση την οποία ευαγγελίζονταν, και αντικαταστάθηκαν αιφνίδια, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, από τους δήθεν πατριώτες ναζί. Το γεγονός ότι επί τόσα χρόνια είχαν δαιμονοποιήσει τον πατριωτισμό και λοιδορούσαν την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, μεταβλήθηκε σε μπούμερανγκ, σε μια στιγμή όπου οι μόνες αξίες είναι η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική συνοχή.
Οι ευθύνες της αριστεράς λοιπόν είναι υπαρκτές, όχι γιατί δήθεν δημιούργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων ή προώθησε τα «γιαουρτώματα» ενάντια στους επίορκους βουλευτές. Αυτό το πράγμα εξάλλου δεν είναι αλήθεια, διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων ούτε ξεκίνησε, ούτε εκφράστηκε από τα κόμματα και τις δυνάμεις της Αριστεράς, όπως γνωρίζουμε όσοι συμμετείχαμε σε αυτό από την αρχή του. Οι ευθύνες της Αριστεράς βρίσκονται αλλού, στο ότι, επειδή την βόλευε τακτικά και κυρίως επειδή η βία των ομάδων ήταν ιδεολογικά ταυτισμένη με τον εθνομηδενισμό και τον πολυπολιτισμό τους, και εν τέλει απέκλειε μόνο την πατριωτική αριστερά, την άφησαν να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί.
Είναι ήδη αργά;
Είναι άραγε αργά, είναι τελεσίδικη αυτή η ταύτιση, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια, των πατριωτικών ιδεωδών με τους φασίστες; Βρισκόμαστε ήδη σε μια Βαϊμάρη χωρίς επιστροφή; Θέλουμε να πιστεύουμε πως όχι. Και αυτό για αρκετούς λόγους.
Πρώτον, διότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα εξάρτησης και κίνδυνο ιστορικής έκλειψης, πράγμα που σημαίνει πως, πολύ σύντομα, δημοκρατικές δυνάμεις θα υποχρεωθούν να εκφράσουν και πάλι τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού και δεν θα τα αφήσουν στα χέρια των ναζί. Για να το διευκρινίσουμε, η εθνική διεκδίκηση, ιστορικά, απέκτησε φασιστικό χαρακτήρα μόνο σε χώρες ιμπεριαλιστικές ή επεκτατικές, χώρες με αποικίες ή με αποικιακή παράδοση (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Και αυτό γιατί ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα και μια ιδεολογία που, παρ’ ότι ενσωματώνει πληβειακά στρώματα, γύρω από μια μονοδιάστατη αντίθεση, την αντίθεση της «φυλής» μας με όλους τους άλλους, δρα πάντα –για να φτάσει και όταν φτάνει στην εξουσία– ως εντολοδόχος των κυρίαρχων τάξεων. Αντίθετα, σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν πραγματικό εθνικό πρόβλημα ή εθνική καταπίεση, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συνδέεται με δημοκρατικές και επαναστατικές δυνάμεις ως άμεση έκφραση των πληβειακών στρωμάτων. Αρκεί να δούμε την παγκόσμια ιστορία από την Κίνα μέχρι την Κατοχή στην Ελλάδα, το ΡΚΚ σήμερα στο Κουρδιστάν, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, το πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είχε πάντα δημοκρατικό πρόσημο: Ρήγας, Φιλική Εταιρεία και επανάσταση του 1821, κίνημα του 1909 και Βενιζέλος, Αντίσταση στην Κατοχή.
Δεύτερο, διότι, ακόμα, η Χ.Α. και η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό πολιτιστικό ρεύμα ικανό να αποτελέσει τον φορέα ενός πολιτικού φαινομένου με διάρκεια. Αρκεί να ανοίξει κανένας τα έντυπα και τις ιστοσελίδες των φασιστών και της Χ.Α. για να διαπιστώσει ότι είναι γεμάτα από κείμενα του Χίτλερ, του Γκέμπελς, του Έβολα, του Ρουμάνου Κοντρεάνου κ.ά. Ο Πλεύρης και ο Γεωργαλάς δεν αποτελούν ικανές ιδεολογικές βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικο-ιδεολογικού ρεύματος. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός είχε μαζί του διανοουμένους όπως τον Μαρινέτι και τον Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία, ο Χίτλερ τον Έζρα Πάουντ και τον Χάιντεγκερ, ο Φράνκο τον Σαλβατόρ Νταλί – ακόμα και ο πιο αδύνατος γαλλικός φασισμός, τον Σελίν και τον Μωράς.Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο παρά τις ευγενείς προσπάθειες των εθνομηδενιστών. Και σε αυτό έχει παίξει μεγάλο ρόλο η ύπαρξη όλων εκείνων, που τα προηγούμενα χρόνια, εξέφραζαν τη δημοκρατική πατριωτική αριστερά και δεν επέτρεψαν στους φασίστες να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό. Και εδώ η δική μας συμβολή, του Άρδην, υπήρξε κεφαλαιώδης.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως, αν αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν και κυρίως αν επιτρέψουμε στους εθνομηδενιστές να συνεχίζουν απρόσκοπτα την κυριαρχία τους, δεν θα δημιουργηθεί αργά ή γρήγορα και κάποιο ανάλογο ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα. Ήδη δείξαμε πως η ακροδεξιά στην Ελλάδα χρησιμοποίησε το αρχαιολατρικό ρεύμα. Αν συνεχίσουν να είναι αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες οι φωνές του δημοκρατικού πατριωτισμού, αναπόφευκτα, θα ενισχυθούν εκείνες του φυλετικού εθνικισμού.
Πρώτον, διότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα εξάρτησης και κίνδυνο ιστορικής έκλειψης, πράγμα που σημαίνει πως, πολύ σύντομα, δημοκρατικές δυνάμεις θα υποχρεωθούν να εκφράσουν και πάλι τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού και δεν θα τα αφήσουν στα χέρια των ναζί. Για να το διευκρινίσουμε, η εθνική διεκδίκηση, ιστορικά, απέκτησε φασιστικό χαρακτήρα μόνο σε χώρες ιμπεριαλιστικές ή επεκτατικές, χώρες με αποικίες ή με αποικιακή παράδοση (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Και αυτό γιατί ο φασισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα και μια ιδεολογία που, παρ’ ότι ενσωματώνει πληβειακά στρώματα, γύρω από μια μονοδιάστατη αντίθεση, την αντίθεση της «φυλής» μας με όλους τους άλλους, δρα πάντα –για να φτάσει και όταν φτάνει στην εξουσία– ως εντολοδόχος των κυρίαρχων τάξεων. Αντίθετα, σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν πραγματικό εθνικό πρόβλημα ή εθνική καταπίεση, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συνδέεται με δημοκρατικές και επαναστατικές δυνάμεις ως άμεση έκφραση των πληβειακών στρωμάτων. Αρκεί να δούμε την παγκόσμια ιστορία από την Κίνα μέχρι την Κατοχή στην Ελλάδα, το ΡΚΚ σήμερα στο Κουρδιστάν, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, το πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είχε πάντα δημοκρατικό πρόσημο: Ρήγας, Φιλική Εταιρεία και επανάσταση του 1821, κίνημα του 1909 και Βενιζέλος, Αντίσταση στην Κατοχή.
Δεύτερο, διότι, ακόμα, η Χ.Α. και η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό πολιτιστικό ρεύμα ικανό να αποτελέσει τον φορέα ενός πολιτικού φαινομένου με διάρκεια. Αρκεί να ανοίξει κανένας τα έντυπα και τις ιστοσελίδες των φασιστών και της Χ.Α. για να διαπιστώσει ότι είναι γεμάτα από κείμενα του Χίτλερ, του Γκέμπελς, του Έβολα, του Ρουμάνου Κοντρεάνου κ.ά. Ο Πλεύρης και ο Γεωργαλάς δεν αποτελούν ικανές ιδεολογικές βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικο-ιδεολογικού ρεύματος. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός είχε μαζί του διανοουμένους όπως τον Μαρινέτι και τον Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία, ο Χίτλερ τον Έζρα Πάουντ και τον Χάιντεγκερ, ο Φράνκο τον Σαλβατόρ Νταλί – ακόμα και ο πιο αδύνατος γαλλικός φασισμός, τον Σελίν και τον Μωράς.Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο παρά τις ευγενείς προσπάθειες των εθνομηδενιστών. Και σε αυτό έχει παίξει μεγάλο ρόλο η ύπαρξη όλων εκείνων, που τα προηγούμενα χρόνια, εξέφραζαν τη δημοκρατική πατριωτική αριστερά και δεν επέτρεψαν στους φασίστες να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό. Και εδώ η δική μας συμβολή, του Άρδην, υπήρξε κεφαλαιώδης.
Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως, αν αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν και κυρίως αν επιτρέψουμε στους εθνομηδενιστές να συνεχίζουν απρόσκοπτα την κυριαρχία τους, δεν θα δημιουργηθεί αργά ή γρήγορα και κάποιο ανάλογο ιδεολογικό και πολιτιστικό ρεύμα. Ήδη δείξαμε πως η ακροδεξιά στην Ελλάδα χρησιμοποίησε το αρχαιολατρικό ρεύμα. Αν συνεχίσουν να είναι αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες οι φωνές του δημοκρατικού πατριωτισμού, αναπόφευκτα, θα ενισχυθούν εκείνες του φυλετικού εθνικισμού.
Ας μας ξεκαθαρίσει πρώτα το ΣΥΡΙΖΑ αν αναλάβει κυβέρνηση πια θα είναι η θέση της για την Μακεδονία , βόρια ήπειρο , Θράκη , βαλε και την Κρήτη μέσα να είμαστε σίγουροι , διότι από ότι κατάλαβα ο ΣΥΡΙΖΑ ξέρει ότι αν αναλάβει δεν μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια Ελλάδα προτιμάει μια μικρότερη
ΑπάντησηΔιαγραφή